ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Στην εγκυμοσύνη, ο θυρεοειδής αδένας υφίσταται μία σειρά από φυσιολογικές μεταβολές, με στόχο την εξυπηρέτηση των αυξημένων μεταβολικών αναγκών.
Στην εγκυμοσύνη, ο θυρεοειδής αδένας υφίσταται μία σειρά από φυσιολογικές μεταβολές, με στόχο την εξυπηρέτηση των αυξημένων μεταβολικών αναγκών. Συγκεκριμένα ο θυρεοειδής της γυναίκας αυξάνεται σε μέγεθος και γίνεται ψηλαφητός κατά το πρώτο τρίμηνο.
Το αναπτυσσόμενο έμβρυο αρχικά, είναι πλήρως εξαρτώμενο από τις θυροειδικές ορμόνες (Τ4 και Τ3) της μητέρας του για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του. Η ικανότητα παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών από το ίδιο το έμβρυο γίνεται σταδιακά και αρχίζει περίπου στο μέσο της κύησης (18-20 εβδομάδα). Συνεπώς η μεταφορά θυροξίνης (Τ4) μέσω του πλακούντα είναι ζωτικής σημασίας για το αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Από την άλλη μεριά, φυσιολογικά, η διαπερατότητα του πλακούντα στην θυρεοειδική ορμόνη Τ4 προς την εμβρυική κυκλοφορία, είναι ελάχιστη, απενεργοποιώντας μέσω ενός ενζύμου, την μεγαλύτερη ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών, που φτάνουν σε αυτόν από την μητέρα, με στόχο την προστασία του εμβρύου. Κατά αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται η κάθαρση της Τ4, και άρα οι ανάγκες σε Τ4.
Συνολικά, η ολική διαθεσιμότητα σε Τ4, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, πρέπει να αυξηθεί κατά 40%-50%. Σε μία υγιή γυναίκα, που μένει έγκυος, η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), που παράγεται από τον πλακούντα, έχει θυρεοτρόπο δράση και έτσι αναλαμβάνει, κυρίως στο πρώτο μισό της κύησης, μαζί με την θυρεοτρόπο ορμόνη (TSH), που παράγεται από την υπόφυση, να διεγείρει την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών από την μητέρα, ώστε να διατηρηθεί η ευθυροειδική κατάσταση (φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία).
Η ενδογενής όμως παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών δεν μπορεί να αυξηθεί σε μία γυναίκα με υποθυρεοειδισμό. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να προσαρμοστεί η δόση της εξωγενώς χορηγούμενης λεβοθυροξίνης (LT4). Εάν αυτό δεν συμβεί, η γυναίκα θα καταλήξει με υποθυρεοειδισμό, ενώ λαμβάνει την ίδια ακριβώς δόση που την κρατούσε ευθυροειδική πριν την εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα το έμβρυο να μην έχει επαρκή ποσότητα θυροξίνης.
Ο υποθυρεοειδισμός της μητέρας οδηγεί σε ανεπαρκή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών για την ανάπτυξη των οργάνων και κυρίως του εγκεφάλου του εμβρύου. Ακόμη και υποκλινικός υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με:
Οι μελέτες δείχνουν ότι οι αυξημένες ανάγκες σε θυροξίνη ή λεβοθυροξίνη αυξάνουν σταδιακά από την 4-6 έως την 16-20 εβδομάδα της κύησης, όπου και σταθεροποιούνται μέχρι τον τοκετό.
Τόσο ο υποθυρεοειδισμός όσο όμως και η απλή παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων χωρίς άλλη διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας, σχετίζονται με σημαντικές επιπλοκές, όπως:
Επιπλέον, η παρουσία αντισωμάτων αυξάνει τον κίνδυνο μίας παροδικής συνήθως θυρεοειδίτιδας κατά την λοχεία, μέχρι και ένα έτος μετά τον τοκετό.
Ιδανικά λοιπόν, μία γυναίκα με γνωστό υποθυρεοειδισμό, που προγραμματίζει μία εγκυμοσύνη θα πρέπει να απευθυνθεί στον ενδοκρινολόγο της, ώστε να ελέγξει τα επίπεδα της TSH της και να προσαρμόσει κατάλληλα την δόση της λεβοθυροξίνης που παίρνει, με σκοπό να φέρει την TSH στα επιθυμητά για την εγκυμοσύνη επίπεδα. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και καθώς οι ανάγκες σε θυροξίνη αυξάνουν σταδιακά στο πρώτο μισό της κύησης, τακτικός έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας επιβάλλεται και αναπροσαρμογή της δόσης.
Πέρα όμως από τον γνωστό προϋπάρχοντα υποθυρεοειδισμό, στην εγκυμοσύνη μπορεί επίσης να αναπτυχθεί υποθυρεοειδισμός. Σε χώρες όπως η Ελλάδα με επαρκή πρόσληψη ιωδίου από την τροφή, η πιο συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη είναι η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (Hashimoto). Οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδικής νόσου ή με συμπτώματα που παραπέμπουν σε υποθυρεοειδισμό πρέπει να μετρήσουν την θυρεοειδική λειτουργία τους στο αίμα.
Συνεπώς, η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας στην εγκυμοσύνη, έχει διπλή σημασία, αφού προστατεύει τόσο το έμβρυο όσο και την μητέρα.
Ο υπερθυρεοειδισμός ανευρίσκεται σε 1-2 ανά 1000 εγκυμοσύνες. Η πιο συχνή μορφή είναι η νόσος Graves.
Ο υπερθυρεοειδισμός σχετίζεται με:
Καθώς τα ειδικά αντισώματα της νόσου Graves περνάνε τον πλακούντα μπορούν να προκαλέσουν:
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη είναι σύνθετη και η παρέμβαση του ενδοκρινολόγου πρέπει να είναι άμεση, ώστε να αποφευχθούν η συνέπειες τόσο του υπερθυρεοειδισμού όσο και της μη σωστής θεραπείας. Πράγματι, τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα περνάνε τον πλακούντα και η μη σωστή δόση μπορεί να οδηγήσει σε βρογχοκήλη και υποθυρεοειδισμό του εμβρύου ή νοητική υστέρηση του νεογνού. Το νεογνό πρέπει να παρακολουθηθεί μετά την γέννησή του προσεχτικά για την τυχόν ανάπτυξη υπο-ή-υπερθυρεοειδισμού και την άμεση αντιμετώπισή τους.