ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
Η οστεοπόρωση είναι μια χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και της ποιότητάς τους.
Η οστεοπόρωση είναι νόσος των οστών, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή με αποτέλεσμα αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων με ελάχιστο τραύμα. Τα οστά φυσιολογικά βρίσκονται σε μία διαδικασία συνεχούς “ανανέωσης” (οστικός μεταβολισμός). Ειδικά κύτταρα των οστών οι οστεοκλάστες, αποδομούν το παλαιότερο οστό, το οποίο αντικαθίσταται από νέο οστό, που παράγεται από επίσης εξειδικευμένα κύτταρα, τους οστεοβλάστες. Διαταραχή αυτής της διαδικασίας οδηγεί σε οστεοπόρωση.
Η ηλικία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου. Όσο μεγαλώνουμε τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος οστεοπόρωσης. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο μεγαλώνουμε η διαδικασία της συνεχούς ανανέωσης των οστών φθίνει και επικρατεί η αποδόμηση έναντι της σύνθεσης νέου οστού. Αντίθετα, σε νεαρή ηλικία επικρατεί η σύνθεση του νέου οστού έναντι της αποδόμησης, κάτι που κορυφώνεται στην 3η δεκαετία της ζωής, όπου και αποκτούμε το μέγιστο της οστικής μας μάζας.
Το γυναικείο φύλο είναι επίσης ένας παράγοντας οστεοπόρωσης, τόσο γιατί οι γυναίκες χάνουν απότομα τα οιστρογόνα τους κατά την εμμηνόπαυση, όσο και γιατί οι άνδρες αποκτούν μεγαλύτερη οστική μάζα.
Η καυκάσια φυλή αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος.
Το θετικό οικογενειακό ιστορικό, επίσης αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος. Σημαντικός παράγοντας κινδύνου είναι η ύπαρξη οστεοπόρωσης στην οικογένεια, κυρίως η ύπαρξη κατάγματος ισχίου στους γονείς.
Το χαμηλό σωματικό βάρος αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
Ενδοκρινολογικές νόσοι, όπως ο υπερθυρεοειδισμός, ο υπογοναδισμός (χαμηλά οιστρογόνα στις γυναίκες, χαμηλή τεστοστερόνη στους άνδρες), η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, και ο υπερπαραθυρεοειδισμός, αποτελούν πιθανά αίτια οστεοπόρωσης και κατάγματος.
Νόσοι όπως η κοιλιοκάκη, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, το πολλαπλό μυέλωμα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα αποτελούν επίσης αιτίες που οδηγούν σε οστεοπόρωση.
Χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου με τις τροφές, αλλά και διάφορα φάρμακα όπως τα κορτικοστεροειδή, οι θεραπείες που μειώνουν τα οιστρογόνα στον καρκίνο του μαστού, οι θεραπείες που μειώνουν την τεστοστερόνη στον καρκίνο του προστάτη, τα αντιεπιληπτικά. Ενώ το κάπνισμα, η κατάχρηση του αλκοόλ και η καθιστική ζωή αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες κινδύνου.
Τα κατάγματα σπονδύλων και του ισχίου είναι οι πιο συχνές επιπλοκές, που οδηγούν σε αναπηρία και μείωση της ποιότητας ζωής. Τα κατάγματα ισχίου γίνονται συνήθως μετά από πτώση και πέραν της αναπηρίας σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου μέσα σε ένα χρόνο από την στιγμή που θα γίνουν. Από την άλλη, τα κατάγματα των σπονδύλων μπορούν να γίνουν αυτόματα και οδηγούν σε σημαντικό πόνο, απώλεια ύψους ακόμη και παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης, την γνωστή ῾῾καμπούρα῾῾.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται είτε κλινικά (ύπαρξη κατάγματος με ελάχιστο τραύμα), είτε με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας (DEXA scan). Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η φυσική εξέταση και η λήψη ιστορικού.
Οστεοπενία είναι η χαμηλή οστική μάζα, και η διάγνωση γίνεται επίσης με μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η οστεοπενία μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση και μπορεί, αν συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου να προδιαθέσει σε κάταγμα.
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης είναι σαφώς προτιμότερη από την θεραπεία της, διότι στην οστεοπόρωση, εκτός από την απώλεια οστού, συνυπάρχει και καταστροφή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό μη αναστρέψιμη. Η πρόληψη της οστεοπόρωσης ξεκινά στα παιδικά χρόνια και κυρίως στην εφηβεία, όπου συντίθεται το οστό, με στόχο να επιτευχθεί το μέγιστο της οστικής μάζας και συνεχίζει στην ενήλικο ζωή, με στόχο την ελαχιστοποίηση της απώλειας οστού. Έξι είναι τα κλειδιά για την πρόληψη της οστεοπόρωσης:
Οι παρακάτω αλλαγές στην ζωή των ασθενών με οστεοπόρωση βοηθούν να περιοριστεί η απώλεια οστού και περιλαμβάνουν:
Οι θεραπείες για την οστεοπόρωση διακρίνονται σε αυτές που εμποδίζουν την απώλεια οστού και στις αναβολικές θεραπείες, που αναπλάθουν το οστό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα Διφωσφονικά, το μονοκλωνικό-αντίσωμα αναστολέας του RANKL η Δενοσουμάμπη, οι εκλεκτικοί ρυθμιστές των οιστρογονικών υποδοχέων ραλοξιφένη και βαζεδοξιφένη και η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με οιστρογόνο/προγεστερόνη. Στους αναβολικούς παράγοντες ανήκει η τεριπαρατίδη, που είναι ένα ανάλογο της παραθορμόνης. Η εκλογή των ασθενών θα πρέπει να γίνει προσεκτικά ώστε να ελεγχθεί αν πληρούν τις προϋποθέσεις της κατηγορίας του φαρμάκου που θα λάβουν. Επίσης, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται από τον ενδοκρινολόγο τους, ο οποίος ελέγχει, την πρόοδο και επιτυχία ή αποτυχία της θεραπευτικής επιλογής αλλά και την ύπαρξη πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών.
Στο ιατρείο μας, ακολουθώντας τις διεθνείς οδηγίες για την θεραπεία της οστεοπόρωσης, σε συνδυασμό με την εμπειρία μας από εξειδικευμένα κέντρα του εξωτερικού, σχεδιάζουμε, μετά από σχολαστική διερεύνηση, την κατάλληλη θεραπεία για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά, αναλύοντας τα οφέλη, τις πιθανές παρενέργειες, τους στόχους και το χρονοδιάγραμμα της παρακολούθησης.