ΑΔΕΝΩΜΑΤΑ ΥΠΟΦΥΣΗΣ
Η ενδοκρινική ογκολογία είναι το κομμάτι της Ενδοκρινολογίας που μελετά τους όγκους των ενδοκρινών αδένων.
Τα αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις, βραδέως αναπτυσσόμενοι όγκοι που εξορμώνται από τα ίδια τα κύτταρα της αδενοϋπόφυσης.
Επιστροφή στην αρχήΗ επίπτωση των αδενωμάτων της υπόφυσης είναι 4.0 ανά 100,000 άτομα, ενώ η εξέλιξη της νεύρο-απεικόνισης τα τελευταία χρόνια, επιτρέπει γρηγορότερο εντοπισμό τους και άρα πιο πετυχημένη θεραπεία.
Επιστροφή στην αρχήΑνάλογα με το μέγεθός τους, χωρίζονται σε μικρό-(<1 εκ) και μακρό– (>1εκ) αδενώματα.
Επιστροφή στην αρχήΤα συμπτώματα που προκαλούν τα αδενώματα της υπόφυσης εξαρτώνται από το μέγεθός τους και από το αν υπερεκκρίνουν κάποια ορμόνη:
Ανάλογα με το αν υπερεκκρίνουν ορμόνες ή όχι, διακρίνονται σε λειτουργικά ή μη λειτουργικά.
Τα αδενώματα της υπόφυσης διακρίνονται σε:
Η θεραπεία των αδενωμάτων της υπόφυσης εξαρτάται από το αν είναι λειτουργικά, το μέγεθός τους, το πόσο γρήγορα μεγαλώνουν, αν προκαλούν πιεστικά φαινόμενα, την ηλικία και τις συνοσηρότητες αλλά και την προτίμηση του ασθενούς. Η θεραπεία αλλά και η διάγνωσή τους καθορίζεται από μία διεπιστημονική επιτροπή, που περιλαμβάνει ενδοκρινολόγο, νευροχειρουργό, ακτινολόγο, ογκολόγο, ιστοπαθολόγο και απαιτεί εξιδεικευμένο κέντρο. Συνήθως περιλαμβάνει:
Κάποια αδενώματα, όπως τα προλακτινώματα απαντούν εξαιρετικά σε φαρμακευτική αγωγή. Σε μεγαλύτερα αδενώματα, πολλές φορές απαιτείται ένας συνδυασμός, χειρουργικής εκτομής, φαρμακοθεραπείας και ακτινοβολιών. Υποκατάσταση των ορμονών που ανεπαρκούν λόγω καταστροφής των ορμονοπαραγωγών κυττάρων της υπόφυσης, είτε από την πίεση του όγκου είτε ως συνέπεια της θεραπείας αποτελεί ζωτικής σημασίας κομμάτι της θεραπείας. Ακολουθεί τακτική παρακολούθηση τόσο για τον αποκλεισμό υποτροπής όσο και τον έγκαιρο εντοπισμό καθυστερημένου υπουποφυσισμού
Η διάγνωση των αδενωμάτων της υπόφυσης απαιτεί φυσική εξέταση, ιστορικό, νεύρο-απεικονιστικό (π.χ. μαγνητική τομογραφία) αλλά και ορμονολογικό έλεγχο για την εξακρίβωση της ορμόνης που υπερεκκρίνεται ή που ανεπαρκεί, ενώ πολλές φορές απαιτούνται εξειδικευμένες ενδοκρινολογικές δοκιμασίες.
Επιστροφή στην αρχή